λιακόνι

λιακόνι
το
ακόνι αλειμμένο με λάδι, το λαδάκονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐλιάκονον < ἐλαιακόνη < ἔλαιον + ἀκόνη με αποβολή τού αρκτικού -ε- και συνίζηση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”